- τοσαύτας
- τοσαύτᾱς , τοσοῦτοςso largefem acc plτοσαύτᾱς , τοσοῦτοςso largefem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CAPELLINA — vox recentioris aevi, occutrit in Vita B. Iustinae de Aretio num. 3. ac significat festum precatoriorum globulorum, vulgo Rosarium, German. Rosenkrantz, Italis Capellina, Chapellet Gallis, quô in Communione Romana Deiparam salutare mos est.… … Hofmann J. Lexicon universale
CHAMOS — nomen idoli Moabitarum, cui Salomon, a peregrinis nxoribus seduci se passus, fanum, in excelso monte, prope Hierosolymam, exstruxit, 1. Reg. c. 11. v. 7. aliis Chemosh. B. Hieronymus in Esaiam, c. 15. v. 2. In Nabo erat Chemosh idolum consecratum … Hofmann J. Lexicon universale
PYLUS — I. PYLUS Insula Peloponneso vicina, quam in bello Peloponnesiaco Laches, Atheniensium dux occupârat, ibique castellum exstruxerat, ex quo erumquet ad vastandam maritimam regionem Laconicam. Lacedaemonii hoc incommodum prohibere festinantes,… … Hofmann J. Lexicon universale
επιπρεσβεύομαι — ἐπιπρεσβεύομαι (Α) [πρεσβεύομαι] 1. πηγαίνω κάπου ως πρεσβευτής, ως απεσταλμένος («τοσαύτας γάρ εἶναι γυναῑκας τὰς ἐπιπρεσβευσαμένας», Δίον. Αλ.) 2. στέλνω πρεσβεία σε κάποιον («ὁ δῆμος οὐδὲν ἐπιπρεσβεύεται πρὸς ἡμᾱς», Διον. Αλ.) 3. στέλνω νέα… … Dictionary of Greek
κακοποιία — κακοποιΐα, ἡ (Α) [κακοποιός] 1. κακή πράξη, κακοποίηση, το να κάνει κανείς το κακό 2. πληθ. αἱ κακοποιίαι βλάβες, αδικίες, ύβρεις («τοσαύτας τὸ πλῆθος κακοποιΐας», Ισοκρ.) … Dictionary of Greek
τριηραρχία — η, ΝΜΑ [τριηράρχης] (στην αρχ. Αθήνα) μορφή δημόσιας λειτουργίας τής αθηναϊκής πολιτείας την οποία αναλάμβαναν οι ευπορότεροι πολίτες, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να εξοπλίσουν μία τριήρη («οἶδ ὅτι καὶ τριηραρχίας μισθοὺς και εἰσφορὰς τοσαύτας… … Dictionary of Greek
υποφαίνω — ὑποφαίνω ΝΑ [φαίνω] νεοελλ. (η μέσ. μτχ. ενεστ.) ο υποφαινόμενος, η υποφαινομένη α) αυτός που υπογράφει σε έγγραφο, ο υπογεγραμμένος («ο υποφαινόμενος... δηλώνω ότι...») β) (καταχρ. συν. ειρωνικά στον προφορικό λόγο) εγώ αρχ. 1. φανερώνω, κάνω να … Dictionary of Greek